- μετανιώνω
- μετάνιωσα, μετανιωμένος, αλλάζω γνώμη ή απόφαση, μετανοώ, μεταμελούμαι: Μετάνιωσε για το κακό που έκανε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μετανιώνω — μετανιώνω, μετάνιωσα, μετανιωμένος βλ. πίν. 3 Σημειώσεις: μετανιώνω – μετανοώ : το μετανοώ περιορίζεται κυρίως στην έννοια → μετανιώνω για λάθος ή κακό που έκανα. Έτσι, δεν μπορούμε να πούμε π.χ. ξεκίνησα να πάω εκδρομή, αλλά μετανόησα (μετάνιωσα … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μετανιώνω — και μετανοιώνω (Μ μετανιώνω και μετανών[ν]ω) 1. μεταμελούμαι, μετανοώ 2. αλλάζω γνώμη, μεταβάλλω απόφαση 3. αλλαξοπιστώ (4. φρ. α) «θα τό μετανιώσεις» και «θέλεις τὸ μετανώσει(ν)» λέγεται ως απειλητική πρόβλεψη β) «κι οπού τό μετανιώσει» ως… … Dictionary of Greek
μετανοώ — (ΑΜ μετανοῶ, έω) [νοώ] 1. αλλάζω γνώμη ή σκοπό («ηθέλησα τον πλάνον τον Έρωτα ν αφήσω, να κόψω τους δεσμούς του και να μετανοήσω», Χριστόπ.) 2. λυπάμαι για αμαρτίες που έκανα ή για καλές πράξεις που παρέλειψα να κάνω, μεταμελούμαι («μετανόησον… … Dictionary of Greek
μετανοώ — μετανοώ, μετανόησα, μετανοημένος βλ. πίν. 73 Σημειώσεις: μετανιώνω – μετανοώ : το μετανοώ περιορίζεται κυρίως στην έννοια → μετανιώνω για λάθος ή κακό που έκανα. Έτσι, δεν μπορούμε να πούμε π.χ. ξεκίνησα να πάω εκδρομή, αλλά μετανόησα (μετάνιωσα … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
Noima — Studio album by Peggy Zina Released September 12, 2005 … Wikipedia
Deka Endoles — Δέκα Εντολές Studio album by Despina Vandi Released December 1997 Recorded … Wikipedia
αλληλουίζω — [αλληλούια] 1. λέω άλλα λόγια από πριν, αλλαξογνωμώ 2. μεταμελούμαι, μετανιώνω 3. συγχύζομαι, τά χάνω … Dictionary of Greek
αμετάνιωτος — η, ο [μετανιώνω] ο αμετανόητος … Dictionary of Greek
ευμετάμελος — εὐμετάμελος, ον (Μ) (Α εὐμεταμέλητος, ον) αυτός που μεταμελείται, που μετανοεί εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μετα μέλομαι «μετανιώνω»] … Dictionary of Greek
λογισμομαχώ — λογισμομαχῶ, έω (Μ) 1. βασανίζω το μυαλό μου για κάτι 2. υποχωρώ, μετανιώνω, αλλάζω γνώμη παραδεχόμενος το λάθος μου 3. έρχομαι σε συμβιβασμό με κάποιον μετά από αγώνα ή φιλονικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λογισμός + μαχώ (< μαχος < μάχομαι), πρβλ.… … Dictionary of Greek